φορτικάς — φορτικά̱ς , φορτικός fit for carrying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρής — λιπαρής, ές (Α) [λιπαρώ] 1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.) 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
ανεγορεύω — [αναγορεύω] 1. δυσφημώ, κακολογώ 2. υπενθυμίζω φορτικά εξυπηρέτηση που έκανα σε κάποιον … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
δειπνοθήρας — ο (AM δειπνοθήρας) αυτός που επιδιώκει φορτικά να μετέχει σε δείπνα, έστω και απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + θηρας < θήρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
προσλιπαρώ — προσλιπαρῶ, έω, ΝΑ 1. ζητώ κάτι φορτικά και επίμονα 2. (κατ επέκτ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω αρχ. 1. διαμένω κάπου 2. ασχολούμαι με κάτι αδιαλείπτως 3. επιμένω να κάνω κάτι 4. ασχολούμαι πρόθυμα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λιπαρῶ «επιμένω,… … Dictionary of Greek
συνδυσωπώ — έω, Μ ζητώ κάτι φορτικά από κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δυσωπῶ «παρακαλώ επίμονα και πιεστικά»] … Dictionary of Greek